Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγελοβάρεμα τα αγγελοβαρέματα
      γενική του αγγελοβαρέματος των αγγελοβαρεμάτων
    αιτιατική το αγγελοβάρεμα τα αγγελοβαρέματα
     κλητική αγγελοβάρεμα αγγελοβαρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγελοβάρεμα < αγγελο- + βάρεμα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγελοβάρεμα ουδέτερο

  1. ο ξαφνικός, ο αιφνίδιος θάνατος
    Τότε συναίβει το αγγελοβάρεμα κι ο ναύτης έπεσε ξερός κάτω.
  2. το αγγελόκρουσμα, το χαροπάλεμα, το ψυχορράγημα.
    Ήρθε κι η ώρα του δικού του αγγελοβαρέματος.

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

για το χαροπάλεμα:

  Μεταφράσεις επεξεργασία