αγγελοβάρεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγελοβάρεμα ουδέτερο
- ο ξαφνικός, ο αιφνίδιος θάνατος
- Τότε συναίβει το αγγελοβάρεμα κι ο ναύτης έπεσε ξερός κάτω.
- το αγγελόκρουσμα, το χαροπάλεμα, το ψυχορράγημα.
- Ήρθε κι η ώρα του δικού του αγγελοβαρέματος.
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
για το χαροπάλεμα:
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγελοβάρεμα
|