αγγελικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγελικότητα < αγγελικ(ός) + -ότητα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.liˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγελικότητα θηλυκό
- (μεταφορικά) η ιδιότητα που καθιστά κάποιον ή κάτι αγγελικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγελικότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγελικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγγελικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)