Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειορραγία οι αγγειορραγίες
      γενική της αγγειορραγίας των αγγειορραγιών
    αιτιατική την αγγειορραγία τις αγγειορραγίες
     κλητική αγγειορραγία αγγειορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειορραγία < αγγείο + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγειορραγία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία