αγαρμπιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαρμπιά | οι | αγαρμπιές |
γενική | της | αγαρμπιάς | των | αγαρμπιών |
αιτιατική | την | αγαρμπιά | τις | αγαρμπιές |
κλητική | αγαρμπιά | αγαρμπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαρμπιά < α- στερητικό + γάρμπ(ος) (=κομψότητα, -ος < ιταλική garbo), δηλαδή αυτός που δεν είναι κομψός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαρμπιά θηλυκό