αγαπουλινάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγαπουλινάκι | τα | αγαπουλινάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αγαπουλινάκι | τα | αγαπουλινάκια |
κλητική | αγαπουλινάκι | αγαπουλινάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαπουλινάκι < αγαπουλίνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγαπουλινάκι ουδέτερο
- (χαϊδευτικό) υποκοριστικό του αγαπουλίνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαπουλινάκι
|