αγαπίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαπίτσα | οι | αγαπίτσες |
γενική | της | αγαπίτσας | — | |
αιτιατική | την | αγαπίτσα | τις | αγαπίτσες |
κλητική | αγαπίτσα | αγαπίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαπίτσα < αγάπ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣaˈpi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πί‐τσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαπίτσα θηλυκό
- (σπάνιο) υποκοριστικό του αγάπη, προσφώνηση για αγαπημένο πρόσωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαπίτσα
|
Πηγές
επεξεργασία- αγάπη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)