↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγαπάκι τα αγαπάκια
      γενική
    αιτιατική το αγαπάκι τα αγαπάκια
     κλητική αγαπάκι αγαπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαπάκι < αγάπ(η) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣaˈpa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πά‐κι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγαπάκι ουδέτερο

  • υποκοριστικό του αγάπη, κυρίως ως προσφώνηση η όποια δείχνει τρυφερότητα
    ※  «Αγαπητό μου αγαπάκι, αγαπητό μου συζυγάκι», ήταν πάντα το υστερόγραφο της Σοφίας σε κάθε της γράμμα. Δεν νομίζαμε πως το 'νιωθε αυτό η άμοιρη.
    Μάρα Μεϊμαρίδη, Ντάσταρ, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011, ISBN 9789600354010

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγάπηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)