Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αβασκανία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αβασκανί
α
οι
αβασκανί
ες
γενική
της
αβασκανί
ας
των
αβασκανι
ών
αιτιατική
την
αβασκανί
α
τις
αβασκανί
ες
κλητική
αβασκανί
α
αβασκανί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αβασκανία
< (επιτατικό)
α-
+
βασκανία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αβασκανία
θηλυκό
(
λαϊκότροπο
)
άλλη μορφή
του
βασκανία