ήπια δεξιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ήπια δεξιότητα | οι | ήπιες δεξιότητες |
γενική | της | ήπιας δεξιότητας | των | ήπιων δεξιοτήτων |
αιτιατική | την | ήπια δεξιότητα | τις | ήπιες δεξιότητες |
κλητική | ήπια δεξιότητα | ήπιες δεξιότητες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ήπια δεξιότητα < ήπια, δεξιότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική soft skill
Έκφραση
επεξεργασίαήπια δεξιότητα θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό: ήπιες δεξιότητες
- προσωπική δεξιότητα σχετική με διαπροσωπικές σχέσεις, σε αντίθεση με την τεχνική δεξιότητα (hard skill)
- ※ Η αξία των ήπιων δεξιοτήτων/ικανοτήτων στην σημερινή αγορά εργασίας (Ναυτεμπορική, 17/5/2019 , [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία ήπια δεξιότητα