ήδικτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ήδικτο | τα | ήδικτα |
γενική | του | ηδίκτου & ήδικτου |
των | ηδίκτων |
αιτιατική | το | ήδικτο | τα | ήδικτα |
κλητική | ήδικτο | ήδικτα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ήδικτο < ἔδικτον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαήδικτο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη έδικτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ήδικτο
|