έκχυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έκχυμα | τα | εκχύματα |
γενική | του | εκχύματος | των | εκχυμάτων |
αιτιατική | το | έκχυμα | τα | εκχύματα |
κλητική | έκχυμα | εκχύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έκχυμα < ελληνιστική κοινή ἔκχυμα < αρχαία ελληνική ἐκχέω < ἐκ + χέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
έκχυμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
έκχυμα
|