έκταξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκταξη | οι | εκτάξεις |
γενική | της | έκταξης* | των | εκτάξεων |
αιτιατική | την | έκταξη | τις | εκτάξεις |
κλητική | έκταξη | εκτάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκταξη < ελληνιστική κοινή ἔκταξις < αρχαία ελληνική ἐκτάσσω < ἐκ- + τάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέκταξη θηλυκό
- (νομικός όρος) έγγραφο με το οποίο εξουσιοδοτείται κάποιος να εισπράξει χρήματα από άλλον
Συγγενικά
επεξεργασία- εκτασσόμενος
- εκτάσσων
- → δείτε τη λέξη τάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία έκταξη
|