άρον άρον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άρον άρον < ελληνιστική κοινή Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν (Κατά Ιωάννην ευαγγέλιον, 19, 15) < αρχαία ελληνική ἆρον, προστακτική αορίστου του ρήματος αἴρω
Έκφραση
επεξεργασίαάρον άρον
- γρήγορα, βιαστικά
- ※ Τροπολογία άρον άρον με την οποία παρατείνονται κατά δύο χρόνια οι υποθέσεις που αφορούν τις γνωστές λίστες Λαγκάρντ, Λουξεμβούργου, Λιχτενστάιν, ακινήτων Λονδίνου, εμβασμάτων προς το εξωτερικό και άλλες, κατέθεσε το υπουργείο Οικονομικών, μετά την αποκάλυψη της «Ελευθεροτυπίας» την Τετάρτη για εσωτερικό έγγραφο του ΣΔΟΕ με το οποίο θάβονταν οι έλεγχοι για τις πολυδιαφημισμένες λίστες, ενώ παράλληλα προέκυπτε κίνδυνος παραγραφής τους στο τέλος του έτους. (εφ. Ελευθεροτυπία, 11/10/2013)
- με τη βία, αναγκαστικά, με το ζόρι