Ετυμολογία 1

επεξεργασία
τάκα τάκα: αβέβαιης ετυμολογίας:

Επίρρημα

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
τάκα τάκα: (ηχομιμητική λέξη)
To τάκα τάκα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τάκα τάκα ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 τάκα τάκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. takatuka - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
     δείτε επίσης τη λέξη  tak στο tak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
    και οθωμανική τουρκική مق‎ (takmak) / داقمق‎ (dakmak)
  3. τάκα-τάκα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)