Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μάνι μάνι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μάνι μάνι
<
ιταλική
(
di
)
mano
(
a
) mano (
από χέρι σε χέρι
)
Επίρρημα
επεξεργασία
μάνι μάνι
πολύ
γρήγορα
και με μεγάλη
βιασύνη
τελείωνε μάνι μάνι
= βιάσου
Αντώνυμα
επεξεργασία
λάου λάου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μάνι μάνι
γαλλικά
:
dare-dare
(fr)