Ετυμολογία

επεξεργασία
μάνι μάνι < ιταλική (di) mano (a) mano (από χέρι σε χέρι)

  Επίρρημα

επεξεργασία

μάνι μάνι

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία