Ετυμολογία

επεξεργασία
μάνι μάνι < ιταλική (di) mano (a) mano (από χέρι σε χέρι)

  Επίρρημα

επεξεργασία

μάνι μάνι

  1. πολύ γρήγορα και με μεγάλη βιασύνη
    τελείωνε μάνι μάνι = βιάσου

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία