άργιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άργιος | οι | άργιοι |
γενική | του | άργιου | των | άργιων |
αιτιατική | τον | άργιο | τους | άργιους |
κλητική | άργιε | άργιοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άργιος < → δείτε τη λέξη άριος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈaɾ.ʝos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐γιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάργιος αρσενικό
- (φυτό) άλλη γραφή του άριος, άλλη μορφή του αριά
Μεταφράσεις
επεξεργασία άργιος
→ δείτε τη λέξη αριά |
Πηγές
επεξεργασία- άριος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας