Δείτε επίσης: ἄπολις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άπολις < αρχαία ελληνική ἄπολις

  Επίθετο επεξεργασία

άπολις, -ις, -ι

  1. (λόγιο) που δεν έχει ιθαγένεια, δεν είναι υπήκοος καμιάς πολιτείας
  2. (ιστορία) που δεν έχει πόλη, δεν είναι (γνήσιος) πολίτης καμιάς πόλης
  3. (ιστορία) που έχει χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα
  4. (ιστορία) εξόριστος, τιμωρημένος
  5. (ιστορία) (για χώρα) που δεν έχει πόλεις
  6. (ιστορία) (για πόλη) που δεν έχει πολίτες ή δεν έχει πολιτική οργάνωση ή θεσμούς

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πόλη

  Μεταφράσεις επεξεργασία