άπολις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άπολις < αρχαία ελληνική ἄπολις
Επίθετο
επεξεργασίαάπολις, -ις, -ι
- (λόγιο) που δεν έχει ιθαγένεια, δεν είναι υπήκοος καμιάς πολιτείας
- (ιστορία) που δεν έχει πόλη, δεν είναι (γνήσιος) πολίτης καμιάς πόλης
- (ιστορία) που έχει χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα
- (ιστορία) εξόριστος, τιμωρημένος
- (ιστορία) (για χώρα) που δεν έχει πόλεις
- (ιστορία) (για πόλη) που δεν έχει πολίτες ή δεν έχει πολιτική οργάνωση ή θεσμούς
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πόλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία άπολις
|