Ωραιάνθη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ωραιάνθη | οι | Ωραιάνθες |
γενική | της | Ωραιάνθης | — | |
αιτιατική | την | Ωραιάνθη | τις | Ωραιάνθες |
κλητική | Ωραιάνθη | Ωραιάνθες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ωραιάνθη < ωραία + άνθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ωραιάνθη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ωραιάνθη
|