Ὠκεανίς
(Ανακατεύθυνση από Ωκεανίς)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ὠκεανίς | αἱ | Ὠκεανίδες |
γενική | τῆς | Ὠκεανίδος | τῶν | Ὠκεανίδων |
δοτική | τῇ | Ὠκεανίδῐ | ταῖς | Ὠκεανίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Ὠκεανίδᾰ | τὰς | Ὠκεανίδᾰς |
κλητική ὦ! | Ὠκεανίς* | Ὠκεανίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὠκεανίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ὠκεανίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαὨκεανίς, -ίδος θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) μία από τις Ωκεανίδες νύμφες, τις κόρες του Ωκεανού και της Τηθύος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ὠκεανίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ὠκεανίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.