Ψόφιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ψόφιος | οι | Ψόφιοι |
γενική | του | Ψόφιου | των | Ψόφιων |
αιτιατική | τον | Ψόφιο | τους | Ψόφιους |
κλητική | Ψόφιο | Ψόφιοι | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ψόφιος < ψόφιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΨόφιος αρσενικό (θηλυκό Ψόφιου)