Ψαλιδόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ψαλιδόπουλος | οι | Ψαλιδόπουλοι & Ψαλιδοπουλαίοι1 |
γενική | του | Ψαλιδόπουλου & Ψαλιδοπούλου |
των | Ψαλιδόπουλων2 & Ψαλιδοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ψαλιδόπουλο | τους | Ψαλιδόπουλους3 & Ψαλιδοπουλαίους |
κλητική | Ψαλιδόπουλε | Ψαλιδόπουλοι & Ψαλιδοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ψαλιδοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ψαλιδοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ψαλιδόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psa.liˈðo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψα‐λι‐δό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΨαλιδόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ψαλιδοπούλου)