Χρύσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Χρύσω | οι | Χρύσες |
γενική | της | Χρύσως | των | Χρύσων |
αιτιατική | τη | Χρύσω | τις | Χρύσες |
κλητική | Χρύσω | Χρύσες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Χρύσω < Χρυσή
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxɾi.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χρύ‐σω