Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χριστούπολη οι Χριστουπόλεις
      γενική της Χριστούπολης* των Χριστουπόλεων
    αιτιατική τη Χριστούπολη τις Χριστουπόλεις
     κλητική Χριστούπολη Χριστουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Χριστουπόλεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χριστούπολη < Χριστός (γενική Χριστού) + -πολη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾiˈstu.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χρι‐στού‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χριστούπολη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία