Χολαργεῖς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | οἱ | Χολαργεῖς |
γενική | τῶν | Χολαργέων |
δοτική | τοῖς | Χολαργεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | Χολαργέᾱς |
κλητική ὦ! | Χολαργεῖς | |
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χολαργεῖς < πληθυντικός αριθμός του Χολαργεύς
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χολαργεῖς αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- δήμος των Αθηνών, άλλη μορφή του Χολαργός
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός, Περί καθολικής προσωδίας, Βιβλίο 6.@scaife.perseus Η έκδοση, με μηνοειδές σίγμα.
- Χολαργόϲ. οὕτω Δίδυμοϲ καὶ Διόδωροϲ τὸν δῆμον τῆϲ Ἀκαμαντίδοϲ φυλῆϲ καλοῦϲι, Διονύϲιοϲ δὲ Χολαργεῖϲ
- Πληροφορίες: μάλλον: Δίδυμος ο Χαλκέντερος, Διόδωρος Σικελιώτης, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς
- Χολαργόϲ. οὕτω Δίδυμοϲ καὶ Διόδωροϲ τὸν δῆμον τῆϲ Ἀκαμαντίδοϲ φυλῆϲ καλοῦϲι, Διονύϲιοϲ δὲ Χολαργεῖϲ
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός, Περί καθολικής προσωδίας, Βιβλίο 6.@scaife.perseus Η έκδοση, με μηνοειδές σίγμα.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
Χολαργεῖς αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Χολαργεῖς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.