↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Χολαργεύς οἱ Χολαργεῖς
      γενική τοῦ Χολαργέως τῶν Χολαργέων
      δοτική τῷ Χολαργεῖ τοῖς Χολαργεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Χολαργέ τοὺς Χολαργέᾱς
     κλητική ! Χολαργεῦ Χολαργεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Χολαργεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Χολαργέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Χολαργεύς < ενικός του Χολαργεῖς. Μορφολογικά αναλύεται σε: ελληνιστική κοινή Χολαργ(ός) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Χολαργεύς, -έως αρσενικό

  • (πατριδωνυμικό) δημότης του Χολαργού
    ※  5ος αιώνας πκε Πλάτων, Γοργίας, 487c
    τέτταρας ὄντας κοινωνοὺς γεγονότας σοφίας, σέ τε καὶ Τείσανδρον τὸν Ἀφιδναῖον καὶ Ἄνδρωνα τὸν Ἀνδροτίωνος καὶ Ναυσικύδην τὸν Χολαργέα·

Άλλες μορφές

επεξεργασία