Χολαργεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Χολαργεύς | οἱ | Χολαργεῖς |
γενική | τοῦ | Χολαργέως | τῶν | Χολαργέων |
δοτική | τῷ | Χολαργεῖ | τοῖς | Χολαργεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Χολαργέᾱ | τοὺς | Χολαργέᾱς |
κλητική ὦ! | Χολαργεῦ | Χολαργεῖς | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Χολαργεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Χολαργέοιν | ||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Χολαργεύς < ενικός του Χολαργεῖς. Μορφολογικά αναλύεται σε: ελληνιστική κοινή Χολαργ(ός) + -εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΧολαργεύς, -έως αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) δημότης του Χολαργού
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Χόλαργος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) αν είναι πολύ μεταγενέστερο: «ἐκ δήμου Χολάργου» συνώνυμο του Χολαργεύς
Πηγές
επεξεργασία- Χολαργεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Χολαργεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.