Χηνόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χηνόπουλος | οι | Χηνόπουλοι & Χηνοπουλαίοι1 |
γενική | του | Χηνόπουλου & Χηνοπούλου |
των | Χηνόπουλων2 & Χηνοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Χηνόπουλο | τους | Χηνόπουλους3 & Χηνοπουλαίους |
κλητική | Χηνόπουλε | Χηνόπουλοι & Χηνοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Χηνοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Χηνοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Χηνόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çiˈno.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χη‐νό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧηνόπουλος αρσενικό (θηλυκό Χηνοπούλου)