Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Χατζατζάρης οι Χατζατζάρηδες
      γενική του Χατζατζάρη των Χατζατζάρηδων
    αιτιατική τον Χατζατζάρη τους Χατζατζάρηδες
     κλητική Χατζατζάρη Χατζατζάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χατζατζάρης < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.d͡zaˈd͡zdza.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χα‐τζα‐τζά‐ρης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χατζατζάρης αρσενικό