Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χαρούλα οι Χαρούλες
      γενική της Χαρούλας
    αιτιατική τη Χαρούλα τις Χαρούλες
     κλητική Χαρούλα Χαρούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χαρούλα < Χαρ(ά) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χαρούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Χαρά