Χαριτόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χαριτόπουλος | οι | Χαριτόπουλοι & Χαριτοπουλαίοι1 |
γενική | του | Χαριτόπουλου & Χαριτοπούλου |
των | Χαριτόπουλων2 & Χαριτοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Χαριτόπουλο | τους | Χαριτόπουλους3 & Χαριτοπουλαίους |
κλητική | Χαριτόπουλε | Χαριτόπουλοι & Χαριτοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Χαριτοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Χαριτοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xa.ɾiˈto.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐ρι‐τό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧαριτόπουλος αρσενικό (θηλυκό Χαριτοπούλου)