Φλεβοπούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φλεβοπούλα | οι | Φλεβοπούλες |
γενική | της | Φλεβοπούλας | των | Φλεβοπουλών |
αιτιατική | τη | Φλεβοπούλα | τις | Φλεβοπούλες |
κλητική | Φλεβοπούλα | Φλεβοπούλες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fle.voˈpu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φλε‐βο‐πού‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦλεβοπούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Φλεβοπούλα