Φελούς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Φελούς < άμεσο δάνειο από την εβραιοϊσπανική . Ενδεχομένως προέλευσης από την αραβική فِلُّوس (fillūs, Fellous, ως γαλλικό επώνυμο) [< πληθυντικός του فِلْس (fils, fuls ή fals), κέρμα μικρής αξίας, και στον πληθ., ατύπως, τα χρήματα γενικά].[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /feˈlus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φε‐λούς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦελούς αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
- ※ Αλλέγρα Φελούς. Η πιο «πολιτική» μορφή των αντιστασιακών Εβραίων, γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1916 στα Τρίκαλα. Ήταν η δεύτερη κόρη του Δαβίδ Φελούς και της Μαρίκας Κοέν. Πρώτη ήταν η Λουίζα (1914) και μικρότερος ο Ηλίας (1920). Η ταραγμένη εποχή στην οποία μεγάλωσε και η ανάμειξη της οικογένειας με τα κοινά καθόρισε την κομματική της ένταξη από πολύ μικρή ηλικία. Ο θείος της, Ραφαήλ Φελούς, διετέλεσε γραμματέας του ΚΚΕ στα Τρίκαλα τη δεκαετία του ’20 και ήταν από τους υποκινητές μιας από τις πρώτες απεργίες στην Ελλάδα.
- «Αλλέγρα Φελούς», Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος (1 Νοεμβρίου 2017)· πρόσβαση: 2023-10-16.
- ※ […] και η Αλέγκρα Φελούς, πρώην Καπέτα και νυν σύζυγος του εκ Βόλου κομμουνιστικοΰ στελέχους Σκύφτη.
- «Αντικομμουνιστικός αγών», Αστυνομικά Χρονικά Δ΄/64 (15 Ιανουαρίου 1956), σ. 3112.
- ※ Αλλέγρα Φελούς. Η πιο «πολιτική» μορφή των αντιστασιακών Εβραίων, γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1916 στα Τρίκαλα. Ήταν η δεύτερη κόρη του Δαβίδ Φελούς και της Μαρίκας Κοέν. Πρώτη ήταν η Λουίζα (1914) και μικρότερος ο Ηλίας (1920). Η ταραγμένη εποχή στην οποία μεγάλωσε και η ανάμειξη της οικογένειας με τα κοινά καθόρισε την κομματική της ένταξη από πολύ μικρή ηλικία. Ο θείος της, Ραφαήλ Φελούς, διετέλεσε γραμματέας του ΚΚΕ στα Τρίκαλα τη δεκαετία του ’20 και ήταν από τους υποκινητές μιας από τις πρώτες απεργίες στην Ελλάδα.
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Από αραμαϊκή γλώσσα פֵילַס (filas), κλασικά συριακά ܦܠܣ, αραμαϊκά פּוּלְסָא (fuləsā), κλασικά συριακά ܦܘܽܠܣܴܐsyc (fuləsā) < αρχαία ελληνική φόλλις < λατινική γλώσσα follis.