Ραφαήλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ραφαήλ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ῥαφαήλ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾa.faˈil/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρα‐φα‐ήλ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡαφαήλ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό Ραφαέλα)
- ανδρικό όνομα
- (χριστιανισμός) ένας από τους Αρχαγγέλους της χριστιανικής Θρησκείας