Ραφαήλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ραφαήλ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή רפאל (=ο θεός θεραπεύει)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ραφαήλ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: Ραφαέλα)
- ανδρικό όνομα
- (χριστιανισμός) ένας από τους Αρχαγγέλους της Χριστιανικής Θρησκείας