Δείτε επίσης: Ραφαήλ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ῥαφαήλ (ελληνιστική κοινή) < (λόγιο δάνειο) εβραϊκή רָפָאֵל (rafa'el, ο θεός θεραπεύει)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ῥαφαήλ αρσενικό άκλιτο (ελληνιστική κοινή)

Απόγονοι

επεξεργασία

Ῥαφαήλ (ελληνιστική κοινή)

αγγλικά: Raphael
νέα ελληνικά: Ραφαήλ
περισσότεροι απόγονοι στις μεταφράσεις στο Raphael#Translations στο αγγλικό Βικιλεξικό

→ και δείτε το εβραϊκό רפאל