Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φίτσιος οι Φίτσιοι
      γενική του Φίτσιου των Φίτσιων
    αιτιατική τον Φίτσιο τους Φίτσιους
     κλητική Φίτσιο Φίτσιοι
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φίτσιος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfi.t͡sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φί‐τσιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φίτσιος αρσενικό (θηλυκό Φίτσιου)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία