Φίληβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Φίληβος | οἱ | Φίληβοι |
γενική | τοῦ | Φιλήβου | τῶν | Φιλήβων |
δοτική | τῷ | Φιλήβῳ | τοῖς | Φιλήβοις |
αιτιατική | τὸν | Φίληβον | τοὺς | Φιλήβους |
κλητική ὦ! | Φίληβε | Φίληβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Φιλήβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Φιλήβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΦίληβος, -ου αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Φίληβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Φίληβος - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012