Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈt͡sçom.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσιό‐μπα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τσιόμπα
      γενική της Τσιόμπας
    αιτιατική την Τσιόμπα
     κλητική Τσιόμπα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τσιόμπα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσιόμπα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Τσιόμπα < γενική ενικού του αρσενικού Τσιόμπας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσιόμπα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Τσιόμπα αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 28, 21 Φεβρουαρίου 1927 (λήψη αρχείου PDF)