Τσιόμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡sçom.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσιό‐μπα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τσιόμπα | ||
γενική | της | Τσιόμπας | ||
αιτιατική | την | Τσιόμπα | ||
κλητική | Τσιόμπα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Τσιόμπα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσιόμπα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) χωριό της Φθιώτιδας πρώην ονομασία του Νέου Μοναστηρίου[1]
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Τσιόμπα < γενική ενικού του αρσενικού Τσιόμπας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσιόμπα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΤσιόμπα αρσενικό