Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τσαμπίκα οι Τσαμπίκες
      γενική της Τσαμπίκας
    αιτιατική την Τσαμπίκα τις Τσαμπίκες
     κλητική Τσαμπίκα Τσαμπίκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τσαμπίκα < θηλυκό του Τσαμπίκος ή του Τσαμπίκας λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡samˈbi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσα‐μπί‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσαμπίκα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα, συνηθισμένο στη Ρόδο
  2. τοπική προσωνυμία της Παναγίας
    η Παναγιά η Τσαμπίκα στη Ρόδο είναι μοναστήρι
  3. παραλία της Ρόδου
  4. (μειωτικό) κορίτσι ή γυναίκα που είναι ή κατάγεται από τη Ρόδο, η Ροδίτισσα (συνηθίζεται στη στρατιωτική αργκό)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία