Τσίγκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τσίγκος < τσίγκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈt͡siŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσί‐γκος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τσίγκος αρσενικό (θηλυκό Τσίγκου)
Τσίγκος αρσενικό (θηλυκό Τσίγκου)