ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Τραϊανούπολῐς αἱ Τραϊανουπόλεις
      γενική τῆς Τραϊανουπόλεως τῶν Τραϊανουπόλεων
      δοτική τῇ Τραϊανουπόλει ταῖς Τραϊανουπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Τραϊανούπολῐν τὰς Τραϊανουπόλεις
     κλητική ! Τραϊανούπολῐ Τραϊανουπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τραϊανουπόλει
γεν-δοτ τοῖν  Τραϊανουπολέοιν
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τραϊανούπολις < Τραϊανός, γενική ενικού Τραϊανοῦ + -πολις

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τραϊανούπολις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • πόλη της Ελλάδας που ίδρυσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός τον 2ο αιώνα. Η θέση της ήταν στη Θράκη.
    ※  4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Historia Arianorum, 19.2 @catholiclibrary.org
    καὶ ∆ιόδωρον μὲν ἐπίσκοπον ἐκτοπίζουσιν, Ὀλύμπιον δὲ τὸν ἀπὸ Αἴνων καὶ Θεόδουλον τὸν ἀπὸ τῆς Τραιανουπόλεως, ἀμφοτέρους ἀπὸ τῆς Θρᾴκης ἐπισκόπους, ἀγαθοὺς καὶ ὀρθοδόξους ἄνδρας, ἐπειδὴ ἑωράκασι μισοῦντας τὴν αἵρεσιν, διέβαλον, τὸ πρῶτον μὲν οἱ περὶ Εὐσέβιον καὶ ἔγραψε βασιλεὺς Κωνστάντιος, τὸ δεύτερον δὲ ὑπέμνησαν οὗτοι.

Δείτε επίσης

επεξεργασία