Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Τραβασαριάνικα
      γενική των Τραβασαριάνικων
    αιτιατική τα Τραβασαριάνικα
     κλητική Τραβασαριάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τραβασαριάνικα < το επώνυμο του πρώτου οικιστή Τραβασάρος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾa.va.sa.ɾiˈa.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρα‐βα‐σα‐ρι‐ά‐νι‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τραβασαριάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.