Τούπαρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τούπαρης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtu.pa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τού‐πα‐ρης
- τονικό παρώνυμο: Τουπάρης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤούπαρης αρσενικό (θηλυκό Τούπαρη)