Τουρκολιμανιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τουρκολιμανιώτης < Τουρκολίμαν(ο) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tuɾ.ko.li.maˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τουρ‐κο‐λι‐μα‐νιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤουρκολιμανιώτης αρσενικό (θηλυκό Τουρκολιμανιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την περιοχή του Τουρκολίμανου
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τουρκολιμανιώτης
|