ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Τιθρωνιεύς οἱ Τιθρωνιεῖς - Τιθρωνιῆς*
      γενική τοῦ Τιθρωνιέως
Τιθρωνιῶς
τῶν Τιθρωνιέων
Τιθρωνιῶν
      δοτική τῷ Τιθρωνιεῖ τοῖς Τιθρωνιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Τιθρωνιέ
Τιθρωνι
τοὺς Τιθρωνιέᾱς
Τιθρωνιᾶς
     κλητική ! Τιθρωνιεῦ Τιθρωνιεῖς - Τιθρωνιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τιθρωνι1 ή Τιθρωνιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Τιθρωνιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τιθρωνιεύς < Τιθρών(ιον) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Τιθρωνιεύς αρσενικό