Τετράδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Τετράδης < τετρα- + -άδης[1] < αρχαία ελληνική τέσσαρες
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Τετράδης αρσενικό (θηλυκό Tετράδη)
Τετράδης αρσενικό (θηλυκό Tετράδη)