Τειχιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tiˈço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τει‐χιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τειχιώτης αρσενικό (θηλυκό Τειχιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από το Τείχιο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη Τείχιο (οικισμός)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τειχιώτης
|