Ταυρική
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ταυρική | αἱ | Ταυρικαί |
γενική | τῆς | Ταυρικῆς | τῶν | Ταυρικῶν |
δοτική | τῇ | Ταυρικῇ | ταῖς | Ταυρικαῖς |
αιτιατική | τὴν | Ταυρικήν | τὰς | Ταυρικᾱ́ς |
κλητική ὦ! | Ταυρική | Ταυρικαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ταυρικᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ταυρικαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ταυρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Ταυρικός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤαυρική θηλυκό
- χερσόνησος της Ευρώπης, η Κριμαία
- γυναικείο όνομα
Πηγές
επεξεργασία- Ταυρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press