Σωτηράκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σωτηράκης < Σωτήρ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκης (→ και δείτε τη λέξη Σωτήριος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /so.tiˈɾa.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σω‐τη‐ρά‐κης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣωτηράκης αρσενικό