Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Συριανοχώρι τα Συριανοχώρια
      γενική του Συριανοχωρίου των Συριανοχωρίων
    αιτιατική το Συριανοχώρι τα Συριανοχώρια
     κλητική Συριανοχώρι Συριανοχώρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Συριανοχώρι < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Συριανοχώρι ουδέτερο

  • οικισμός της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Επαρχία Λευκωσίας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία