Στυλιδιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣτυλιδιώτης αρσενικό (θηλυκό Στυλιδιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στη Στυλίδα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Στυλιδιώτης
|