Στρατούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στρατούλα | οι | Στρατούλες |
γενική | της | Στρατούλας | — | |
αιτιατική | τη | Στρατούλα | τις | Στρατούλες |
κλητική | Στρατούλα | Στρατούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στρατούλα < Ευστρατ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα με αφαίρεση του [ef]. → και δείτε τις λέξεις Στράτος και Ευστράτιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾaˈtu.la/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτρατούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευστρατία
Στρατούλα
|